αγροικερός

αγροικερός
-ή, -ό [αγροικώ]
(για σπηλιά, θέατρο κ. τ. π.) αυτός που έχει καλή ηχητική, αυτός που μεταδίδει τον ήχο δυνατά και καθαρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”